-
1 ἐπαγωγός
ἐπαγωγ-ός, όν,II attractive, alluring,τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Hdt.3.53
, cf.Th.4.88; ἀκούσαντες.. ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ, of ex-parte statements, Id.6.8, cf. 5.85; ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι ib. 111;ἐ. πρός τι X.Oec.13.9
;λόγοι ἐ. D.59.70
; of dainty dishes,ὄψον.. ἐ. πάνυ Antiph.242
: [comp] Sup.,δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα Ph.1.396
: c. gen.,ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων D.H.Isoc.3
;τοῦ δήμου Plu.Publ.2
; alsoἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος Chrysipp.Stoic.3.181
; ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation to.., X.Mem.2.5.5;τὸ ἐ.
seductiveness,Pl.
Phlb. 44c: neut. as Adv.,ἐπαγωγὸν μειδιᾶν Luc. DMeretr.1.2
, 6.3. Adv.- γῶς Poll.4.24
: [comp] Sup.- ότατα Paus.9.12.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγωγός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский